- πανθήριον
- τὸ, Α [πάνθηρ]είδος μεγάλου αιμοβόρου σαρκοφάγου ζώου, ο λύγκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
THOES — ex luporum genere, proceriores longitudine, brevitate crurum dissimiles, veloces saltu, venatu viventes, innocui homini, Plin. l. 8. c. 34. imo φιλανθρωπότατοι, ut qui hominem occurtentem venerentur, ac, si ferae aliae invadant, opitulentur,… … Hofmann J. Lexicon universale
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek